Λέξη: χωνί

Σχετικές λέξεις: χωνί

χωνί εφημερίδα, χωνί κουφοντίνας, χωνί διήθησησ, χωνί για μαρμελάδες, χωνί καζάκησ, χωνί σφαγείου για κοτόπουλα, χωνί δημοσκόπηση, χωνί για λουκάνικα, χωνί για κάρβουνα, χωνί αγγλικά, το χωνί

Συνώνυμα: χωνί

καπνοδόχος, φουγάρο, χωνίο

Μεταφράσεις: χωνί

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
funnel, hopper, the funnel, a funnel
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
embudo, chimenea, embudo de, de embudo, del embudo, un embudo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eisenbahn, trichter, Trichter, Richter, Trichters
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
entonnoir, trémie, cheminée, ampoule, ampoule à, d'entonnoir, entonnoir de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imbuto, imbuto di, dell'imbuto, funnel, di imbuto
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fungo, funil, funil de, ampola, de funil, do funil
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
trechter, funnel, de trechter
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
литник, лейка, воронка, дымоход, труба, воронку, воронки, воронкой
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skorstein, trakt, trakten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tratt, skorsten, tratten
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suppilo, hormi, suppilon, suppiloon, suppiloa, suppilossa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tragt, tragten, kanal
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
násypka, trychtýř, nálevka, nálevkou, nálevky, nálevku
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lejek, maszyna, komin, lej, leja, lejka, funnel
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tölcsér, tölcsért, tölcséren, tölcsérrel, tölcsérbe
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
huni, hunisi, baca
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лійка, димар, вирва, димохід, воронка
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gyp, gyp të, drejtoj, hinkë, kanalizoj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фуния, фуния за, фунията, фуния с
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
варонка, лейка, варанка, воронка, варанку
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lehter, veduri, lehtri, jaotuslehtrisse, lehtrit, lehtrisse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljevak, dimnjak, lijevak, lijevka, lijevak za, ljevkasti
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
trekt, Dropatrektin
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
piltuvas, piltuvėlis, piltuvą, piltuvo, padaryti piltuvėlio formos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piltuve, piltuvi, funnel
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инката, инка, на инка, инка за
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pâlnie, pâlnie de, pâlnii, palnie, de pâlnie
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lijak, funnel, lij, lijaka
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lievik, násypka, lievika

Στατιστικά δημοτικότητας: χωνί

Τυχαίες λέξεις