Powodowanie στα ελληνικά
Μετάφραση: powodowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προξενώ, προκαλώ, αιτία, σκοπός, προκαλώντας, προκαλεί, προκαλούν, που προκαλεί, που προκαλούν
![Powodowanie στα ελληνικά Powodowanie στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-pl-gr-23421.png)
Μεταφράσεις
- a στα ελληνικά - και, και την, και να, και της, και των
- autokar στα ελληνικά - πούλμαν, προπονώ, άμαξα, προπονητής, προπονητή, λεωφορείο, λεωφορείων
- dywizja στα ελληνικά - διχασμός, μεραρχία, διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
- granda στα ελληνικά - σαματάς, ταραχή, θορυβώδης φιλονικία, θόρυβος
Τυχαίες λέξεις
Powodowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προξενώ, προκαλώ, αιτία, σκοπός, προκαλώντας, προκαλεί, προκαλούν, που προκαλεί, που προκαλούν
Μεταφράσεις: προξενώ, προκαλώ, αιτία, σκοπός, προκαλώντας, προκαλεί, προκαλούν, που προκαλεί, που προκαλούν