Powodowanie στα ελληνικά

Μετάφραση: powodowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προξενώ, προκαλώ, αιτία, σκοπός, προκαλώντας, προκαλεί, προκαλούν, που προκαλεί, που προκαλούν
Powodowanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • a στα ελληνικά - και, και την, και να, και της, και των
  • autokar στα ελληνικά - πούλμαν, προπονώ, άμαξα, προπονητής, προπονητή, λεωφορείο, λεωφορείων
  • dywizja στα ελληνικά - διχασμός, μεραρχία, διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
  • granda στα ελληνικά - σαματάς, ταραχή, θορυβώδης φιλονικία, θόρυβος
Τυχαίες λέξεις
Powodowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προξενώ, προκαλώ, αιτία, σκοπός, προκαλώντας, προκαλεί, προκαλούν, που προκαλεί, που προκαλούν