Λέξη: ποσό

Σχετικές λέξεις: ποσό

ποσό σύνταξης δημοσίου, ποσό επιδόματος ανεργίας 2014, ποσό δαπανών από την κάρτα αποδείξεων, ποσό μειωμένης σύνταξης ικα, ποσό κοινωνικού μερίσματος, ποσό αποζημίωσης δικαστικών αντιπροσώπων 2014, ποσό αποδείξεων 2013, ποσό αποδείξεων 2014, ποσό αποζημίωσης δικαστικών αντιπροσώπων 2012, ποσό αποζημίωσης απόλυσης

Συνώνυμα: ποσό

άθροισμα, αξία, προτέρημα, ποσότητα, ποσότης

Μεταφράσεις: ποσό

ποσό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amount, sum, amount of, an amount, the amount

ποσό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cantidad, importe, monta, número, monto, cuantía, suma

ποσό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
menge, summe, betrag, geldbetrag, Höhe, Betrag, Menge

ποσό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
somme, nombre, grandeur, volume, importance, quotité, pointure, quantité, taille, montant, total, montant de

ποσό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
importo, somma, quantità, ammontare, dell'importo

ποσό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
soma, importância, quantia, quantidade, valor, montante, montante de

ποσό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
somma, summa, aantal, getal, totaal, totaalbedrag, tal, hoeveelheid, som, bedrag, bedragen, bedrag dat

ποσό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
насчитывать, достигать, объём, составлять, складывать, сложить, составить, цифра, значительность, значимость, размер, слагать, сочинять, количество, приравнивать, сумма, объем, сумму

ποσό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beløp, mengde, sum, mengden, beløpet

ποσό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
antal, tal, summa, mängd, belopp, mängden, beloppet

ποσό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
summa, lukumäärä, määrä, erä, joukko, määrän, määrää, määrästä

ποσό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beløb, tal, antal, sum, mængde, mængden, beløbet

ποσό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
součet, kvantum, význam, obnos, množství, velikost, částka, výše, částku, výši

ποσό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wielkość, osiągać, wynosić, liczba, wynieść, ilość, oznaczać, suma, kwota, wysokość, kwotę

ποσό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
összeg, mennyiség, összege, összeget, összegét

ποσό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
miktar, toplam, tutar, miktarı, miktarda, tutarı

ποσό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підсумок, кількість, розмір, обсяг, налічувати

ποσό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sasi, shuma, shumë, shuma e, sasia

ποσό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
размер, сума, количество, стойност

ποσό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
колькасць, колькасьць

ποσό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kogusumma, küündima, kogus, summa, summat, summas, koguses

ποσό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vrijednost, iznositi, količina, svota, iznos, količinu, količine

ποσό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
upphæð, magn, fjárhæð, verð, upphæð sem

ποσό στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
summa

ποσό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kiekybė, suma, kiekis, dydis, sumą

ποσό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
summa, daudzums, summu, apjoms

ποσό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
износот, износ, висината, количина, сума

ποσό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sumă, cantitate, suma, valoare, cantități

ποσό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
suma, velikost, znesek, količina, vrednost, zneska

ποσό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
suma, čiastka, výška, sumu, sumy

Στατιστικά δημοτικότητας: ποσό

Τυχαίες λέξεις