Produkować στα ελληνικά
Μετάφραση: produkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτιάχνω, προσκομίζω, παράγω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, κάνω, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cechowy στα ελληνικά - της συντεχνίας, του τάγματος
- chlebodawczyni στα ελληνικά - εργοδότης, ερωμένη, κυρία, την ερωμένη, κυρά, ερωμένη του
- gnilec στα ελληνικά - σκορβούτο, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
- idiosynkrazja στα ελληνικά - αντιπαθώ, αντιπάθεια, ευαισθησία, ευαισθησίας, την ευαισθησία, της ευαισθησίας, η ευαισθησία
Τυχαίες λέξεις
Produkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτιάχνω, προσκομίζω, παράγω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, κάνω, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί
Μεταφράσεις: φτιάχνω, προσκομίζω, παράγω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, κάνω, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί