Proszkować στα ελληνικά

Μετάφραση: proszkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πασπαλίζω, πούδρα, κονιοποιώ, Τεμαχίζουμε τους ιστούς, κονιοποιημένο, κονιοποιημένο προϊόν
Proszkować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ambaras στα ελληνικά - αμηχανία, ενοχλώ, ενόχληση, ενοχλεί, κόπο, τον κόπο
  • decymetr στα ελληνικά - δέκατο μέτρου, δεκατομέτρου, δεκατόμετρο
  • fizjolog στα ελληνικά - φυσιολόγος, φυσιολόγο, physiologist, ο φυσιολόγος, φυσιολόγος της
  • gruboskórny στα ελληνικά - αγροίκος, τραχύς, αγενής, σκληρός, πρόχειρος, χονδροειδής, τυλώδης, ...
Τυχαίες λέξεις
Proszkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πασπαλίζω, πούδρα, κονιοποιώ, Τεμαχίζουμε τους ιστούς, κονιοποιημένο, κονιοποιημένο προϊόν