Λέξη: αδιάλυτος

Συνώνυμα: αδιάλυτος

άλυτος, αμιγής, αγνός

Μεταφράσεις: αδιάλυτος

αδιάλυτος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
insoluble, undiluted, indissoluble

αδιάλυτος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
insoluble, insolubles, insoluble en, insolubles en

αδιάλυτος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unlöslich, unauflöslich, unlöslichen, unlösliche, unlösliches, unlöslicher

αδιάλυτος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
insoluble, insolubles, insoluble dans, insolubles dans

αδιάλυτος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insolubile, insolubili, insolubili in, insolubile in, solubile

αδιάλυτος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
insolúvel, insolúveis, insolúvel em, insol�el, insolúveis em

αδιάλυτος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onoplosbaar, onoplosbare, oplosbare, oplosbaar, onoplosbaar is

αδιάλυτος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неразрешимый, нерастворимый, нерастворим, нерастворимые, нерастворимым, нерастворимы

αδιάλυτος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uløselig, uoppløselig, uløselige, uoppløselige

αδιάλυτος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
olöslig, olösligt, olösliga

αδιάλυτος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liukenematon, liukenemattoman, liukenemattomat, liukenemattomia, liukenematonta

αδιάλυτος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uopløselig, uopløseligt, uopløselige, er uopløseligt, taget uopløseligt

αδιάλυτος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nerozpustný, neřešitelný, nerozpustné, nerozpustná, nerozpustného, nerozpustných

αδιάλυτος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nierozwiązywalny, nierozpuszczalny, nierozpuszczalne, nierozpuszczalna, nierozpuszczalnego, nierozpuszczalną

αδιάλυτος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
oldhatatlan, oldódó, nem oldódik, nem oldódó, oldódik

αδιάλυτος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çözünmez, çözünmeyen, çözülmeyen, erimeyen, erimez

αδιάλυτος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нерозчинність, нерозчинний

αδιάλυτος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pazgjidhshëm, pazgjidhshëm, patretshëm, i patretshëm, pazgjidhshme

αδιάλυτος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неразтворим, неразтворими, неразтворима, неразтворимо, неразтворимия

αδιάλυτος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нерастваральны

αδιάλυτος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mittelahustuv, lahustumatu, lahustamatu, lahendamatu, lahustumatud

αδιάλυτος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nerješiv, nerastopiv, netopljiv, netopljivi, netopiv, netopljiva

αδιάλυτος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óleysanlegt, óleysanleg, torleyst, óuppleysanlegt, óleysanlegur

αδιάλυτος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
netirpus, netirpi, netirpūs, netirpios, netirpsta

αδιάλυτος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nešķīst, nešķīstošas, nešķīstoša, nešķīstošie, nešķīstošo

αδιάλυτος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нерастворливи, нерешлив, нерастворлив, нерастворлива, нерастворливи во

αδιάλυτος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
insolubil, insolubilă, insolubile, insolubilă în, insolubile în

αδιάλυτος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
netopen, netopnih, netopne, netopni, netopna

αδιάλυτος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nerozpustný, nerozlúštiteľný, nerozpustné, nerozpustná, nerozpustných, nerozpustného
Τυχαίες λέξεις