Pryncypał στα ελληνικά

Μετάφραση: pryncypał, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφεντικό, ηγετικός, κύριος, το αφεντικό, αφεντικού, αφεντικό του, αφεντικό της
Pryncypał στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beza στα ελληνικά - μαρέγγα, μαρέγκα, μαρέγκας, meringue
  • bezgraniczny στα ελληνικά - τεράστιος, απεριόριστος, απέραντος, απεριόριστη, απέραντη, απέραντο
  • biofizyk στα ελληνικά - βιοφυσικός, βιοφυσικό, βιοφυσικούς, η βιοφυσικός, ο βιοφυσικός
  • emalia στα ελληνικά - εμαγιέ, σμάλτο, αδαμαντίνη, σμάλτου, αδαμαντίνης, σμάλτο των
Τυχαίες λέξεις
Pryncypał στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφεντικό, ηγετικός, κύριος, το αφεντικό, αφεντικού, αφεντικό του, αφεντικό της