Λέξη: επανακτώ

Σχετικές λέξεις: επανακτώ

αποκτώ συνώνυμα

Μεταφράσεις: επανακτώ

επανακτώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
recover, retrieve

επανακτώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recuperar, obtener, recuperar los, recuperar la, recupere

επανακτώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abrufen, abzurufen, abgerufen, abgerufen werden, abrufen von

επανακτώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
reprendre, recouvrons, recouvrez, remettre, recouvrent, rétablir, récupérer, captez, recouvrer, guérir, capter, captons, captent, extraire, récupérer des, retrouver, récupérer les

επανακτώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
recuperare, guarire, richiamare, recuperare i, recuperare le, recupero

επανακτώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
remir, convalescer, recupere, recuperar, reaver, reconquistar, obter, recuperá, recuperação

επανακτώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
helen, genezen, terugvinden, halen, ophalen, te halen, opvragen

επανακτώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выиграть, поворачивать, отдышаться, отставить, вернуть, возвратить, повернуть, поворотить, прозревать, извлекать, прозреть, утилизировать, наверстывать, выздоравливать, выздороветь, оправляться, получить, получения, извлечения, извлечь

επανακτώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hente, tar frem, henter, å hente, gjenopprette

επανακτώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hämta, hämtar, tar fram, att hämta, hämtas

επανακτώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toipua, hakea, noutaa, palauttaa, hakemaan, noutamaan

επανακτώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hente, opdaterer, at hente, henter, hentes

επανακτώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obnovit, uzdravit, vymáhat, hojit, obnovovat, získat, načíst, načtení, načítat, získání

επανακτώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odzyskać, odzyskiwać, wyzdrowieć, windykować, zdrowieć, ochłonąć, odzyskanie, odbierać, odnaleźć, pobrać

επανακτώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
letölteni, letöltéséhez, letöltése, lekérni, lekéréséhez

επανακτώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geri almak, almak, alma, geri, al

επανακτώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
звертання, витягувати, витягати, отримувати, видобувати, вилучати

επανακτώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rifitoj, të tërhequr, të rifitoj, të marrim, rifitoj të

επανακτώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изтегли, извличане, изтеглите, извлечете, извлече

επανακτώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
здабываць, атрымліваць, даставаць, выцягваць, знаходзіць

επανακτώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
taastuma, toomiseks, laadida, hankida, allalaadimiseks, alla laadida

επανακτώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oporavi, ozdraviti, povratiti, dohvatiti, preuzimanje, pronađemo, popravljanje

επανακτώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sækja, að sækja, sótt, flytja

επανακτώ στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
recupero

επανακτώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atgauti, atkurti, gauti, priimti, susigrąžinti

επανακτώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atgūt, ielādētu, izgūt, paņemt, ielādēt

επανακτώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
потсетите, се потсетите, добивање на, се добие, пристапат

επανακτώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
recupera, prelua, a prelua, extrage, regăsi

επανακτώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obnovit, priklicati, pridobivanje, pridobiti, prikličete, naložite

επανακτώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
získať, získať na, obnovený, získať na adrese, dostať
Τυχαίες λέξεις