Przyklaskiwać στα ελληνικά

Μετάφραση: przyklaskiwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαινώ, χειροκροτώ, επικροτώ, χειροκροτήσουν, επικροτήσω, επικροτούμε
Przyklaskiwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • archiwolta στα ελληνικά - archivolt
  • diapozytyw στα ελληνικά - τσουλήθρα, γλιστρώ, ολίσθηση, διαφάνεια, slide, διαφανειών
  • gruda στα ελληνικά - βώλος, μπουμπούνας, βραχιόνιο, σβόλο, το βραχιόνιο, σβόλος
  • handlować στα ελληνικά - εμπόριο, επάγγελμα, επιτήδευμα, εμπορεύματα, δοσοληψία, πραμάτεια, κυκλοφορία, ...
Τυχαίες λέξεις
Przyklaskiwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαινώ, χειροκροτώ, επικροτώ, χειροκροτήσουν, επικροτήσω, επικροτούμε