Λέξη: συρτάρι

Σχετικές λέξεις: συρτάρι

συρτάρι που πιτσικάρει, συρτάρι καφέ, συρτάρι ονειροκρίτης, συρτάρι ταμειακής, συρτάρι στα αγγλικά, συρτάρι ταμείου, συρτάρι σκληρού δίσκου, συρτάρι chiller, συρτάρι οργάνωσης γραφείου, συρτάρι πληκτρολογίου

Συνώνυμα: συρτάρι

αποδέκτης συναλλαγματικής, εκδότης συναλλαγματικής, εκδότης

Μεταφράσεις: συρτάρι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drawer, tray, the drawer, the tray, a drawer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cajón, expositor, gaveta, dibujante, cajón de, cajones, del cajón
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schubfach, zeichner, schublade, trassant, schubkasten, Schublade, Lade, Schubfach, Schubkasten
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dessinateur, souscripteur, tiroir, tiroirs, le tiroir, bac, tireur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disegnatore, cassetto, espositore, cassetti, del cassetto, cassetto di, cassetto della
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gaveta, prolongar, gaveta de, de gaveta, gaveta do, gaveta da
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lade, schuiflade, la, laden, lader
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рисовальщик, трассант, чертежник, ящик, трассат, выдвижной ящик, ящика, лоток, отсек
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skuff, skuffen, skuffe
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
låda, lådan, facket
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laatikko, piirtäjä, laatikon, syöttölaite, syöttölaitteen, laatikkoa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skuffe, skuffen, skuffe til, skuffer
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kreslič, zásuvka, kreslíř, zásuvky, zásobník, zásuvku, šuplík
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rysownik, szuflada, trasant, wystawca, szuflady, szufladę, szuflada na, szufladą
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fiók, húzóeszköz, húzó, csillés, csapoló, szállítómunkás, rajzoló, fiókot, fiókos, fiókban
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekmece, çekmecesi, çekmeceli, çekmecenin, bölmesi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кресляр, рисувальник, шухляда, малювальник, висувний ящик, ящик, висувна шухляда, витягніть контейнер, обережно витягніть контейнер
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vizatues, sirtar, sirtar të, Sirtari, desinjator, në sirtarin në
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чекмедже, чекмеджето, чекмеджета, чекмеджето на, чекмеджетата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
высоўная скрыня, высоўную скрыню
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
joonistaja, sahtel, sahtli, sahtlis, sahtlisse, sahtliga
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
crtač, ladica, ladice, trasant, drawer
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skúffu, skúffa, skúffan, skúffur, skúffuna
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stalčius, braižytojas, stalčių, stalčiaus, drawer, stalčiuje
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atvilktne, atvilktnes, atvilktni, atvilktņu, drawer
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фиока, фиоката, трасантот, фиоката за, фиоката на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sertar, sertarul, sertar de, sertarului, de sertar
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
predal, predalu, predal za, predala, predalov
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zásuvka, zásuvky
Τυχαίες λέξεις