Przywoływać στα ελληνικά
Μετάφραση: przywoływać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επικαλούμαι, ανάκληση, ανάκλησης, ανάκλησή, απόσυρση, ανάκλησή του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apostata στα ελληνικά - αποστάτης, αποστάτη, αποστάτιδα, αποστατική, apostate
- cuchnący στα ελληνικά - σαπισμένος, χάλια, σαθρός, σαπρός, φάουλ, αποκρουστική, κάνει φάουλ
- deklinować στα ελληνικά - ξεπεσμός, κλίνω, μαρασμός
- grota στα ελληνικά - άντρο, σπηλιά, σπήλαιο, Grotto, σπηλαίου, σπηλιάς
Τυχαίες λέξεις
Przywoływać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επικαλούμαι, ανάκληση, ανάκλησης, ανάκλησή, απόσυρση, ανάκλησή του
Μεταφράσεις: επικαλούμαι, ανάκληση, ανάκλησης, ανάκλησή, απόσυρση, ανάκλησή του