Λέξη: αλληλεγγύη

Σχετικές λέξεις: αλληλεγγύη

αλληλεγγύη ορισμός, αλληλεγγύη στα δυτικά, αλληλεγγύη κρήτης, αλληλεγγύη για όλους, αλληλεγγύη σύγχρονη ανθρώπινη μακεδονία, αλληλεγγύη τζιτζικώστας, αλληλεγγύη ενότητα συνεργασία, αλληλεγγύη πολιτών, αλληλεγγύη μκο, αλληλεγγύη συνώνυμα

Συνώνυμα: αλληλεγγύη

υποτροφία, αδελφότητα, συναδελφότητα, συντροφιά, υφηγεσία, στερεότητα, συναδελφικότητα, ευστάθεια, στερεότης

Μεταφράσεις: αλληλεγγύη

αλληλεγγύη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
solidarity, solidarity with, of solidarity

αλληλεγγύη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
solidaridad, la solidaridad, de solidaridad, solidaria, solidario

αλληλεγγύη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verbundenheit, solidarität, Solidarität, Solidaritäts, der Solidarität, die Solidarität, solidarisch

αλληλεγγύη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
solidarité, la solidarité, de solidarité, solidaire, solidaires

αλληλεγγύη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
solidarietà, la solidarietà, di solidarietà, solidale, della solidarietà

αλληλεγγύη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
solidariedade, a solidariedade, de solidariedade, da solidariedade, solidária

αλληλεγγύη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
solidariteit, saamhorigheid, gemeenschapszin, de solidariteit, solidair, solidaire

αλληλεγγύη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
солидарность, общность, сплоченность, сплочённость, единение, единство, солидарности

αλληλεγγύη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
solidaritet, solidaritets, solidarisk, solidariteten, samhold

αλληλεγγύη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
solidaritet, solidariteten, solidaritets, solidariskt, solidarisk

αλληλεγγύη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhteistunto, yhteenkuuluvuus, solidaarisuus, solidaarisuuden, solidaarisuutta, yhteisvastuun, solidaarisuuteen

αλληλεγγύη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
solidaritet, solidariteten, solidarisk, solidariske

αλληλεγγύη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
solidarita, vzájemnost, solidárnost, solidarity, solidaritu, solidaritě, solidární

αλληλεγγύη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
solidarność, Solidarności, Solidarity

αλληλεγγύη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
összetartás, együttérzés, szolidaritás, szolidaritást, szolidaritási, a szolidaritás, szolidaritásra

αλληλεγγύη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dayanışma, dayanışmanın, dayanışması, dayanışmayı, bir dayanışma

αλληλεγγύη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
солідарність

αλληλεγγύη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
solidaritet, solidariteti, solidaritetit, solidaritetin, solidariteti i

αλληλεγγύη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
солидарност, солидарността, на солидарността, на солидарност

αλληλεγγύη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
салідарнасць, салідарнасьць, салідарнасці

αλληλεγγύη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
solidaarsus, solidaarsuse, solidaarsust, solidaarsusel, solidaarsusele

αλληλεγγύη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
solidarnost, složnost, solidarnosti

αλληλεγγύη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samstöðu, samstaða, samstaðan, samkennd

αλληλεγγύη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
solidarumas, solidarumo, solidarumą, solidarumu, solidarumui

αλληλεγγύη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
solidaritāte, solidaritāti, solidaritātes, solidaritātei

αλληλεγγύη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
солидарност, солидарноста, на солидарност

αλληλεγγύη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
solidaritate, solidaritatea, solidarității, de solidaritate, a solidarității

αλληλεγγύη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
solidárnost, solidarnost, solidarnosti, solidarnostni, solidarnostna

αλληλεγγύη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
solidarita, solidarity, solidaritu, solidarite

Στατιστικά δημοτικότητας: αλληλεγγύη

Τυχαίες λέξεις