Romansować στα ελληνικά

Μετάφραση: romansować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρομάντζα, ειδύλλιο, ρομάντζο, ρομαντισμό, ρομαντισμού, ρομαντική σχέση
Romansować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bal στα ελληνικά - χορεύω, αγορά, μοιράζω, μπάλα, κουβάρι, σφαίρα, πάσα, ...
  • deklaracja στα ελληνικά - κατάθεση, κήρυξη, δήλωση, δήλωσης, διασάφηση, διασάφησης, δήλωση που
  • dotrwać στα ελληνικά - επιζώ, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
  • hipnotycznie στα ελληνικά - υπνωτικώς, hypnotically, υπνωτικά, υπνωτισμένα
Τυχαίες λέξεις
Romansować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρομάντζα, ειδύλλιο, ρομάντζο, ρομαντισμό, ρομαντισμού, ρομαντική σχέση