Λέξη: υδρόβιος
Σχετικές λέξεις: υδρόβιος
υδρόβιος πίθηκος, υδρόβιος οργανισμός
Συνώνυμα: υδρόβιος
υδάτινος
Μεταφράσεις: υδρόβιος
υδρόβιος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aquatic
υδρόβιος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acuático, acuática, acuáticos, acuáticas, acuático agua
υδρόβιος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Wasser-, aquatisch, Wasser, aquatischen
υδρόβιος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nautique, d'eau, aquatique, hydraulique, aquatiques, milieu aquatique, organismes aquatiques
υδρόβιος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acquatico, acquatica, acquatici, idrico, acquatiche
υδρόβιος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aquático, aquática, aquáticos, aquáticas
υδρόβιος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aquatisch, aquatische, water levende, het water levende, in het water levende
υδρόβιος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
водный, водяной, водной, водных, Aquatic, водная
υδρόβιος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
akvatisk, vann, akvatiske, vannlevende, i vann
υδρόβιος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vattenmiljö, akvatiska, vattenmiljön, akvatisk, vatten
υδρόβιος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vedellinen, vesi-, vesieliöille, vedessä elävät, vedessä elävistä, vesiympäristön
υδρόβιος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
akvatiske, akvatisk, vandmiljøet, vand, for vandmiljøet
υδρόβιος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vodní, vodního, vodní prostředí, vodních, pro vodní prostředí
υδρόβιος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nawodny, nadwodny, wodny, wodnych, środowiska wodnego, dla środowiska wodnego, organizmów wodnych
υδρόβιος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vízi, a vízi, víziállatból, vizi
υδρόβιος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
su, sucul, suda yaşayan, Sudaki, akuatik
υδρόβιος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
водяний, водний, водяник, водного, Дiяльнiсть водного
υδρόβιος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ujor, ujore, ujore të, ujor të
υδρόβιος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
водната, водна, водни, водните, водните организми
υδρόβιος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
водны
υδρόβιος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vee-, veekeskkonna, veekeskkonnale, veeorganismidele
υδρόβιος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vodeni, voden, vodene, vodena, vodenih, vodenom
υδρόβιος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vatni, Aquatic, í vatni, stofn, Vatns
υδρόβιος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vandens, vandens organizmams, vandens aplinkai, vandens organizmų, vandeniui
υδρόβιος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ūdens, ūdens vidē, ūdenī, ūdens videi, akvatiskās
υδρόβιος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
водната, водни, водните, на водните, водени
υδρόβιος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acvatic, acvatice, acvatică, mediul acvatic
υδρόβιος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vodní, vodno, vodno okolje, vodnih, vodni, vodne
υδρόβιος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vodní, vodné, vodný, vodnej, vodná, vodnú