Rozmiękczyć στα ελληνικά

Μετάφραση: rozmiękczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απότομος, απόκρημνος, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, απαλύνει
Rozmiękczyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • administrator στα ελληνικά - διαχειριστής, διαχειριστή, διαχειριστή του, το διαχειριστή, διαχειριστής του
  • błonkowaty στα ελληνικά - μεμβρανώδης, μεμβρανώδη, μεμβρανώδους, μεμβρανώδες, μεμβρανώδεις
  • ciążyć στα ελληνικά - ζυγίζω, ζυγίζουν, ζυγίζει, ζυγίζεται, ζυγίζονται
  • fizjonomiczny στα ελληνικά - φυσιογνωμικός
Τυχαίες λέξεις
Rozmiękczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απότομος, απόκρημνος, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, απαλύνει