Rozsławiać στα ελληνικά
Μετάφραση: rozsławiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έπαινος, εκθειάζω, φημισμένος, φημίζεται, φημισμένο, φημισμένη, διάσημη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aurypigment στα ελληνικά - κίτρινη βαφή
- bawidamek στα ελληνικά - γενναίος, γενναίου, ανδρείους, ανδρείοι, ευγενής
- falochron στα ελληνικά - κυματοθραύστης, κυματοθραύστη, λιμενοβραχίονα, λιμενοβραχίονας, προκυμαίας
- futbol στα ελληνικά - ποδόσφαιρο, ποδοσφαίρου, το ποδόσφαιρο, ποδοσφαιρικών, ποδοσφαιρικό
Τυχαίες λέξεις
Rozsławiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έπαινος, εκθειάζω, φημισμένος, φημίζεται, φημισμένο, φημισμένη, διάσημη
Μεταφράσεις: έπαινος, εκθειάζω, φημισμένος, φημίζεται, φημισμένο, φημισμένη, διάσημη