Λέξη: βύθισμα

Σχετικές λέξεις: βύθισμα

βύθισμα ντάνακιλ, βύθισμα πλοίου, βύθισμα κασπίας, βύθισμα αλόννησος, βύθισμα κατάρα, πρυμναίο βύθισμα, βύθισμα ευρυτανίας

Συνώνυμα: βύθισμα

προσχέδιο, νομοσχέδιο, συναλλαγματική, στρατολογία, τράβηγμα

Μεταφράσεις: βύθισμα

βύθισμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
draught, draft, well, draft of, design draft, seagoing condition

βύθισμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
borrador, calado, proyecto, proyecto de, el proyecto

βύθισμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kladde, zug, durchzug, luftzug, Entwurf, Entwurf einer, Entwurfs, Entwurf des

βύθισμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pêche, crayon, tirage, dessin, trait, traction, ébauche, projet, projet de

βύθισμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bozza, pescaggio, progetto, progetto di, proposta

βύθισμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rascunho, esboço, projeto, minuta, projecto

βύθισμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontwerp, diepgang, concept, ontwerp van, ontwerpverslag

βύθισμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поток, нацеживание, чертёж, растягивание, шашка, протяжение, забрасывание, тяга, нить, упряжь, доза, отбор, глоток, сквозняк, отцеживать, проект, проекта, проекте, проекту, осадка

βύθισμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trekk, utkast, utkastet, utkast til, utkastet til

βύθισμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klunk, utkast, förslaget, förslaget till, utkastet, utkastet till

βύθισμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
veto, kulaus, lääkeannos, luonnos, luonnoksen, luonnoksesta, käsitteli, luonnosta

βύθισμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
drag, udkast, udkast til, udkastet, udkastet til, forslag

βύθισμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
náčrt, tah, tažení, doušek, návrh, návrhu, předloha, návrhy, koncept

βύθισμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łyk, ciąg, wyporność, przeciąg, zanurzenie, przewiew, haust, rysunek, podmuch, projekt, projektu, Wstępny projekt, projekcie, projektem

βύθισμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vonszolás, vázlat, tervezetét, tervezetet, tervezete, tervezetének

βύθισμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
taslak, taslağı, tasarısı, taslağını, draft

βύθισμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нитка, шашка, розтягання, відбір, упряж, нитку, проект, проекту

βύθισμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
Drafti, draft, Projekt, Drafti i

βύθισμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проект, проект на, проекта на, проекта за, проект за

βύθισμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праект

βύθισμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
süvis, sõõm, lonks, eelnõu, projekt, eelnõud, eelnõus

βύθισμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vuča, gutljaj, vučenje, gaz, crtež, skica, nacrt, nacrta, nacrtu, prijedlog

βύθισμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ádráttur, drög, drög að, drögin, uppkast, ina drög

βύθισμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
projektas, projektą, projekte, projektu

βύθισμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
projekts, iegrime, projektu, projektā, projekta

βύθισμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нацрт, предлог, нацртот

βύθισμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
proiect, proiectul, proiectul de, proiect de, proiectului

βύθισμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poruvan, osnutek, osnutku, osnutka, predlog, predlogu

βύθισμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
návrh, návrhu
Τυχαίες λέξεις