Słupek στα ελληνικά
Μετάφραση: słupek, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόστο, ύπερος, ιπποτροφείο, δοκάρι, ανθήρας, καρφί, κολόνα, κουμπί, ταχυδρομώ, στήλη, θέση, ταχυδρομείο, μετά, υστέρων, μετά την
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cieniowanie στα ελληνικά - σκιά, στρώμα, σκίαση, Σκίασης, Η σκίαση, τη σκίαση, Σκίαστρα
- diagnozować στα ελληνικά - διάγνωση, τη διάγνωση, διαγνώσει, διάγνωση της, διαγνώσουν
- godność στα ελληνικά - αξιοπρέπεια, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά
- innowacyjność στα ελληνικά - καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία
Τυχαίες λέξεις
Słupek στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόστο, ύπερος, ιπποτροφείο, δοκάρι, ανθήρας, καρφί, κολόνα, κουμπί, ταχυδρομώ, στήλη, θέση, ταχυδρομείο, μετά, υστέρων, μετά την
Μεταφράσεις: πόστο, ύπερος, ιπποτροφείο, δοκάρι, ανθήρας, καρφί, κολόνα, κουμπί, ταχυδρομώ, στήλη, θέση, ταχυδρομείο, μετά, υστέρων, μετά την