Sarkać στα ελληνικά
Μετάφραση: sarkać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γκρινιάζω, μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ, γογγύζω, grumble, γκρινιάζουν
Μεταφράσεις
- akwizycja στα ελληνικά - απόκτηση, απόκτημα, ψηφοθηρία, αναζήτηση πελατών, αναζήτησης πελατών, αναζήτηση πελατών εκτός εμπορικού, σφυγμομέτρηση
- blaszka στα ελληνικά - καρπαζιά, λεπίδα, καρπαζώνω, σήμα, διακριτικό, το σήμα, διακριτικό σήμα, ...
- hiperboliczny στα ελληνικά - υπερβολικός, υπερβολική, υπερβολικό, υπερβολικών, υπερβολικού
Τυχαίες λέξεις
Sarkać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γκρινιάζω, μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ, γογγύζω, grumble, γκρινιάζουν
Μεταφράσεις: γκρινιάζω, μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ, γογγύζω, grumble, γκρινιάζουν