Skrócenie στα ελληνικά
Μετάφραση: skrócenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύνοψη, συστολή, σύντμηση, μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alteracja στα ελληνικά - διέγερση, μεταβολή, αλλαγή, μετατροπή, τροποποίηση, αλλοίωση
- chrapliwość στα ελληνικά - δριμύτητα, οξύτητα, τραχύτητα, βιαιότητα, των ανωμαλιών, τραχύτητος
- dekoracyjny στα ελληνικά - γούστο, γουστάρω, προτίμηση, φανταστικός, διακοσμητικός, Διακοσμητικά, διακοσμητικό, ...
- filharmonia στα ελληνικά - συναυλία, φιλαρμονικός, φιλαρμονικό, φιλαρμονικές, φιλαρμονική, φιλαρμονικής
Τυχαίες λέξεις
Skrócenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύνοψη, συστολή, σύντμηση, μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή
Μεταφράσεις: σύνοψη, συστολή, σύντμηση, μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή