Λέξη: καρτερία
Σχετικές λέξεις: καρτερία
κορβέτα καρτερία, καρτερία ήταν το όνομα του πρώτου ατμοκίνητου πλοίου, καρτερία λεξικό, καρτερία 1, επιχείρηση καρτερία
Συνώνυμα: καρτερία
αντοχή, υπομονή
Μεταφράσεις: καρτερία
καρτερία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
patience, endurance, fortitude, perseverance, patiently
καρτερία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
resistencia, aguante, la resistencia, de resistencia, resistencia de
καρτερία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausdauer, geduld, duldsamkeit, Ausdauer, Dauer, Langstrecken
καρτερία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
constance, longanimité, patience, obstination, tolérance, persévérance, endurance, l'endurance, d'endurance, résistance
καρτερία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
costanza, pazienza, sopportazione, resistenza, la resistenza, durata, di resistenza, endurance
καρτερία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
paciência, caminho, resistência, endurance, de resistência, a resistência, de endurance
καρτερία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geduld, lijdzaamheid, uithoudingsvermogen, duurzaamheid, endurance, het uithoudingsvermogen, uithouding
καρτερία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
воздержанность, настойчивость, терпение, терпеливость, пасьянс, выносливость, выносливости, на выносливость, прочность, выдержка
καρτερία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tålmodighet, utholdenhet, utholdenhets, utholdenheten, til utholdenhets
καρτερία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tålamod, uthållighet, uthållighets, uthålligheten, endurance, uttålighet
καρτερία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maltti, kärsivällisyys, pasianssi, kestävyys, kestävyyttä, endurance, jaksamiseen, kestävyyden
καρτερία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tålmodighed, udholdenhed, holdbarhed, endurance, udholdenhedstræning
καρτερία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
shovívavost, strpení, stálost, trpělivost, vytrvalost, odolnost, vytrvalostní, vytrvalosti, výdrž
καρτερία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cierpliwość, wytrwałość, wytrzymałość, trwanie, Endurance, wytrzymałości
καρτερία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kitartás, tartóssági, kitartást, állóképesség, állóképességet
καρτερία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dayanıklılık, dayanıklılığı, dayanım, dayanma, dayanımı
καρτερία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
терплячість, терпіння, наполегливість, витривалість
καρτερία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
durimi, durim, durimin, përballim, qëndresë
καρτερία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
търпение, издръжливост, издръжливостта, издържливост, за издръжливост
καρτερία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цягавітасць, вынослівасць, трываласць, трываласьць
καρτερία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kannatlikkus, kannatus, pasjanss, vastupidavus, Endurance, vastupidavust, vastupidavuse, Kulumiskatse
καρτερία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ustrajnost, pasijans, istrajnost, strpljivost, izdržljivost, izdržljivosti, postojanost, endurance
καρτερία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þreyja, þrek, úthald, þolgæði, þol, þolgæðið
καρτερία στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
patientia
καρτερία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pakantumas, kantrybė, ištvermė, ištvermės, patvarumo, ištvermę, patvarumas
καρτερία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iecietība, pacietība, atturība, izturība, izturības, izturību, lēninātāja
καρτερία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
издржливост, на издржливост, издржливоста, истрајност, истрајноста
καρτερία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răbdare, rezistență, rezistenta, anduranță, de anduranță, anduranta
καρτερία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vzdržljivost, vzdržljivosti, endurance, vztrajnost, vzdržljivostni
καρτερία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trpezlivosť, vytrvalosť, vytrvalosti
Τυχαίες λέξεις