Skrót στα ελληνικά

Μετάφραση: skrót, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντμηση, συντομία, κόβω, κόψιμο, περίληψη, κοπή, ακρώνυμο, θεωρητικός, σύνοψη, επιτομή, συντόμευση, συντόμευσης, πρόσβασης, συντομεύσεων, άμεσης πρόσβασης
Skrót στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezterminowy στα ελληνικά - αόριστη, απεριόριστη, αόριστο, αορίστου χρόνου, αορίστου
  • genowy στα ελληνικά - γενετικός, γονίδιο, γονιδίου, γονίδιο που, γονιδιακή, γονιδιακής
  • importer στα ελληνικά - εισαγωγέας, εισαγωγέα, ο εισαγωγέας, του εισαγωγέα, τον εισαγωγέα
Τυχαίες λέξεις
Skrót στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντμηση, συντομία, κόβω, κόψιμο, περίληψη, κοπή, ακρώνυμο, θεωρητικός, σύνοψη, επιτομή, συντόμευση, συντόμευσης, πρόσβασης, συντομεύσεων, άμεσης πρόσβασης