Ακρώνυμο στα πολωνικά
Μετάφραση: ακρώνυμο, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skrótowiec, skrót, akronim, acronym, skrótem, akronimem
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακρώνυμο
ακρωνύμιο ορισμός, ακρώνυμο μελετητική, ακρώνυμο μελετητική ε.π.ε, ακρώνυμο λεξικό γλώσσας πολωνικά, ακρώνυμο στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ακρωτηριάζω στα πολωνικά - odciąć, amputować, okaleczyć, okaleczać, kaleczą, kaleczyć, okalecza
- ακρωτηριασμός στα πολωνικά - odcięcie, amputacja, amputacji, amputację, amputacją, amputacje
- ακτή στα πολωνικά - podpora, stemplować, wybrzeże, podpierać, stempel, zastrzał, brzeg, ...
- ακτίνα στα πολωνικά - promień, półprosta, płaszczka, promyk, promieniować, zasięg, promienia, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακρώνυμο στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: skrótowiec, skrót, akronim, acronym, skrótem, akronimem
Μεταφράσεις: skrótowiec, skrót, akronim, acronym, skrótem, akronimem