Spójnik στα ελληνικά

Μετάφραση: spójnik, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύνδεσμος, συνδετικός, σύνδεση, σύζευξη, συνδυασμό, συνεργασία, κοινού
Spójnik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ablacja στα ελληνικά - εκτομή, αφαίρεση, αποκόλληση, κατάλυσης, εκτομής
  • bywać στα ελληνικά - συχνάζω, συχνός, επίσκεψη, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
  • eksperymentalny στα ελληνικά - δοκιμαστικός, πειραματικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικά, πειραματικό
  • emigrowanie στα ελληνικά - αποδημία, μετανάστευση, μετανάστευσης, αποδημίας, η μετανάστευση
Τυχαίες λέξεις
Spójnik στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύνδεσμος, συνδετικός, σύνδεση, σύζευξη, συνδυασμό, συνεργασία, κοινού