Λέξη: άγκυρα

Σχετικές λέξεις: άγκυρα

άγκυρα στα αγγλικά, άγκυρα ελπίδασ, άγκυρα αγγλικά, άγκυρα σόλωνος, άγκυρα αξιοθέατα, άγκυρα τουρκία, άγκυρα γαλατίας, άγκυρα εκδόσεις, άγκυρα κατασκήνωση, άγκυρα πλοίου

Μεταφράσεις: άγκυρα

άγκυρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anchor, Ankara, an anchor, the anchor, anchor of

άγκυρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fondear, ancla, anclar, de anclaje, anclaje de, ancla de, del ancla

άγκυρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verankern, ankern, anker, Anker, Ankers

άγκυρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ancrer, mouiller, induit, fixer, portant, ancrent, attacher, enraciner, ancrage, ancrons, ancrez, ancre, l'ancre, d'ancrage, mouillage

άγκυρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ancorare, ancora, ancoraggio, di ancoraggio, anchor, all'ancora

άγκυρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ancorar, âncora, ancoragem, escora, de ancoragem, âncora de

άγκυρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
anker, anchor, voor anker, ankerlier, het anker

άγκυρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
якорь, анкер, на якоре, якоря, якорный

άγκυρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ankre, anker, ankeret, forankrings

άγκυρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ankare, ankra, ankar, ankaret, förankrings

άγκυρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ankkuri, ankkurin, ankkurivinntturi, Ankkurina

άγκυρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
anker, ankeret, forankring, anchor, for anker

άγκυρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kotviště, upevnit, kotvit, kotva, zakotvit, připoutat, kotevní, kotvy, kotvou, kotvu

άγκυρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
umocować, zakotwiczyć, zakotwiczać, kotwica, kotwiczenie, kotwiczne, kotwiczyć, zakorzeniać, zakotwiczenie, kotwicy, anchor, Kotwa, kotwicę

άγκυρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vasmacska, horgony, horgonyt, anchor, horgonyzó, rögzítési

άγκυρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çapa, bağlantı, ankraj, demir, çipa

άγκυρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кітва, якір, якорь

άγκυρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
spirancë, ankorohen, të ankorohen, spiranca, ankorë

άγκυρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
котва, котвата, фиксиран, на котва

άγκυρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
якар, якорь

άγκυρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ankur, pidepunkt, ankru, ankrus, ankrusse

άγκυρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
učvrstiti, zatezati, pričvrstiti, sidro, sidrene, sidreni, za sidro, sidrenog

άγκυρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
akkeri, Anchor, akkerið, Akkerisbúnaður, akkeri í

άγκυρα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ancora

άγκυρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
inkaras, inkaro, inkarų, saito, inkarą

άγκυρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
enkurs, enkura, enkuru, enkuri

άγκυρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
котвата, сидро, за прицврстување, прицврстување, котва, сидро на

άγκυρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ancoră, ancora, ancorare, de ancorare, ancorei

άγκυρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kotva, sidro, sidra, sidrni, sidrna, za sidro

άγκυρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kotva, kotvy

Στατιστικά δημοτικότητας: άγκυρα

Τυχαίες λέξεις