Spacerować στα ελληνικά
Μετάφραση: spacerować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περπατώ, σουλατσάρω, σεργιανίζω, βόλτα, περίπατος, τα πόδια, περπατήσετε
Μεταφράσεις
- anestezja στα ελληνικά - αναισθησία, αναισθησίας, την αναισθησία, χορήγησης αναισθητικών, αναισθησία με
- boleśnie στα ελληνικά - οδυνηρά, οδυνηρώς, σοβαρά, απολύτως, οδυνηρή
- czynność στα ελληνικά - δράση, αγωγή, εγχείρηση, διάβημα, επιχείρηση, επενέργεια, λειτουργία, ...
- imienny στα ελληνικά - προσωπικός, ονομαστικός, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές
Τυχαίες λέξεις
Spacerować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περπατώ, σουλατσάρω, σεργιανίζω, βόλτα, περίπατος, τα πόδια, περπατήσετε
Μεταφράσεις: περπατώ, σουλατσάρω, σεργιανίζω, βόλτα, περίπατος, τα πόδια, περπατήσετε