Λέξη: ικανός

Σχετικές λέξεις: ικανός

ικανός και για τελικό, ικανός κατηγορίας 2 (ι/2), ικανός στα αγγλικα, ικανός για δικαιοπραξία, ικανός συνώνυμα, ικανός ετυμολογία, ικανός άνθρωπος

Συνώνυμα: ικανός

κατάλληλος, επιρρεπής, φορμαρισμένος, παροξυσμός, υγιής, δυνάμενος, όποιος μπορεί να, όποιος είναι στη θέση να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, ισχυρός, δυνατός, δραστικός, εύστροφος, ανειλικρινής, άξιος, επιδεκτικός, γενναίος, ανδρείος, επιδέξιος, έντεχνος, δεξιοτέχνης, επιτήδειος, αρμόδιος, δραστήριος, αποδοτικός, αποτελεσματικός, επαρκής, αρκετός, αρτιμελής, γερός, εύρωστος, σωματικός

Μεταφράσεις: ικανός

ικανός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
able, proficient, skilful, capable, fit, competent

ικανός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apto, capaz, experto, hábil, habilidoso, diestro, primoroso, poder, capaces, capaz de, podrá

ικανός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tüchtig, fähig, kompetent, bewandert, klug, gekonnt, geschickt, erfahren, imstande, im Stande, Lage, der Lage

ικανός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
savant, débrouillard, apte, doué, adroit, capable, pouvoir, expert, accort, dégourdi, agile, valide, versé, pu, habile, compétent, mesure, en mesure

ικανός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
idoneo, capace, adatto, abile, esperto, perito, grado, in grado, poter, possibile

ικανός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
patim, ágil, capaz, apto, hábil, perito, derrapar, jeitoso, capazes, poder, possível, poderá

ικανός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
expert, deskundig, bedreven, bevoegd, kundig, bekwaam, capabel, deskundige, vakman, handig, vaardig, behendig, in staat, kunnen, staat, kan, staat zijn

ικανός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
талантливый, хваткий, квалифицированный, умелый, специалист, допускающий, способный, дельный, знающий, здоровый, распорядительный, крепкий, искусный, умеющий, исправный, правоспособный, в состоянии, состоянии, возможность, способны, способен

ικανός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dugelig, dyktig, erfaren, habil, kyndig, stand, i stand, kunne, stand til, i stand til

ικανός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kapabel, duktig, skicklig, duglig, kunna, kan, möjlighet, kunde, kunnat

ικανός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kyvykäs, kykenevä, erikoistuntija, pätevä, etevä, hyvä, näppärä, asiantuntija, taitava, pystyvä, kykenee, osaa, pystyy, pystyvät, pystyä

ικανός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekspert, dygtig, stand, i stand, kunne, kan, stand til

ικανός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
způsobilý, schopný, zručný, obratný, šikovný, nadaný, zkušený, pohotový, oprávněný, talentovaný, dovedný, zběhlý, schopen, schopni, moci, schopna

ικανός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdolny, wprawny, pojemny, pomysłowy, mądry, sprytny, doświadczony, biegły, sprawny, umiejętny, sposobny, zręczny, władny, zdatny, kompetentny, stanie, w stanie, możliwość, mogli

ικανός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alkalmas, szakképzett, rátermett, képes, képesek, tudja, tud, tudják

ικανός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
becerikli, hünerli, muktedir, güçlü, mümkün, edebilmek, edebiliyoruz, edebilecektir

ικανός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спроможний, майстерний, кваліфікований, вмілий, здатен, здатний, міцний, вдосконаленню, умілий, удатний, вміти, в, у, до, на

ικανός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aftë, zoti, i aftë, gjendje, në gjendje, drejtë, mund

ικανός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
способен, състояние, в състояние, може, могат

ικανός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ў стане, у стане

ικανός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suutlik, oskuslik, võimeline, võimekas, võimalik, võimelised, suudab, suutma

ικανός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
umješan, umiješan, sposobni, sposoban, blistav, uzbuđen, spretan, gorući, vješt, iskusan, moći, mogućnosti, u mogućnosti, stanju

ικανός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fær, laginn, fær um, geta, hægt, getur

ικανός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
idoneus, callidus, ingeniosus

ικανός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nagingas, pajėgus, galėtų, sugebėti, galės, sugebėjo

ικανός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prasmīgs, apdāvināts, kompetents, izveicīgs, lietpratīgs, spējīgs, spēj, iespēja, iespējai, jāspēj

ικανός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
можност, можат, во можност, може, можете

ικανός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
iscusit, expert, capabil, poată, în măsură, capabili, posibilitatea de

ικανός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sposoben, možnost, sposobni, sposobna, mogli

ικανός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zdatný, schopný, obratný, nadaný, schopná, dokáže, je schopný, schopné
Τυχαίες λέξεις