Spieniężać στα ελληνικά
Μετάφραση: spieniężać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κεφαλαιοποιώ, υλοποιούμαι, χρήματα, μετρητά, εξαργυρώνω, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chlanie στα ελληνικά - Swinging, Ταλάντευση, Πίπες, Πίπες για, Ταλαντευόμενη
- długi στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
- horrendalnie στα ελληνικά - τρομερά, φρικτά, τρομακτικά, φοβερά
- improwizator στα ελληνικά - improvisator
Τυχαίες λέξεις
Spieniężać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κεφαλαιοποιώ, υλοποιούμαι, χρήματα, μετρητά, εξαργυρώνω, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Μεταφράσεις: κεφαλαιοποιώ, υλοποιούμαι, χρήματα, μετρητά, εξαργυρώνω, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών