Λέξη: εξάμηνο

Σχετικές λέξεις: εξάμηνο

εξάμηνο μητρότητας οαεδ 2014, εξάμηνο μητρότητας, εξάμηνο οαεδ 2014, εξάμηνο μητρότητας οαεδ 2012, εξάμηνο εξωτερικού, εξάμηνο στα αγγλικά, εξάμηνο μητρότητας οαεδ, εξάμηνο επίδομα οαεδ, εξάμηνο μνημόσυνο, εξάμηνο εκπα

Μεταφράσεις: εξάμηνο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
semester, half year, half, six months, half of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
semestre, medio, mitad, la mitad, mitad de, la mitad de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Halbjahr, Halbjahres, halbes Jahr, Jahreshälfte
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
semestre, six mois, semestriels, moitié de l'année
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
semestre, semestrale, sei mesi, anno e mezzo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
semestre, meio ano, semestral, semestre do ano
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
half, een half, helft, de helft, halve
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
семестр, полтора года, полгода, полугодие, половиной года, полугодия
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
semester, halvår, halvt år, halvåret, halve året, halvårs
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
halvår, halvåret, halvt år, halvårs
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puoli, puolet, puolen, puoliskolla, puoleen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
semester, halvår, halve år, halvåret
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
semestr, pololetí, půl, polovinu, napůl, poloviční, poločas
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
semestr, pół roku, półrocze, półtora roku, półroczny, Sześć miesięcy
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fél év, félévben, fél éves, fél évben, fél évre
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yarı yıl, buçuk yıl, buçuk yıllık, Altı ay, buçuk yıllık bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
семестр, півтора, півтори
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjysmë, gjysma, gjysmën, gjysma e, pjesë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
семестър, полугодие, половина, половина години, шестмесечие, година и половина
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паўтара, паўтары, Полтора
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
poolaasta, poolaastal, poole aasta, poolaastas, poole aastaseks
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
polugodište, pola godine, pol godine, pol godina, pol dana
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hálft ár, hálfs árs, hálfu ári, helmingi ársins
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pusę metų, pusmetį, puse metų, pusmetis, su puse metų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pusgads, pusgadu, pusgadā, pusgada, nākamajā pusgadā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
половина година, пол година, пол години, полугодие, пол годишна
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jumătate de an, semestru, jumatate de an, de șase luni, interval de șase luni
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pol leta, polletnega, polletje, polletna
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
semester, pol

Στατιστικά δημοτικότητας: εξάμηνο

Τυχαίες λέξεις