Spowodowanie στα ελληνικά
Μετάφραση: spowodowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προξενώ, σκοπός, αναγωγή, προκαλώ, περιστολή, μείωση, αιτία, προκαλώντας, προκαλεί, προκαλούν, που προκαλεί, που προκαλούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- czynić στα ελληνικά - κάνω, ενεργοποιώ, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν
- deformacja στα ελληνικά - μεταβολή, τροποποίηση, παραμόρφωση, παραμόρφωσης, παραμορφώσεως, παραμορφώσεις, την παραμόρφωση
- dostrzegalny στα ελληνικά - αξιοσημείωτος, αισθητός, αντιληπτός, αισθητή, αντιληπτή, αντιληπτό
- fluksja στα ελληνικά - gumboil
Τυχαίες λέξεις
Spowodowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προξενώ, σκοπός, αναγωγή, προκαλώ, περιστολή, μείωση, αιτία, προκαλώντας, προκαλεί, προκαλούν, που προκαλεί, που προκαλούν
Μεταφράσεις: προξενώ, σκοπός, αναγωγή, προκαλώ, περιστολή, μείωση, αιτία, προκαλώντας, προκαλεί, προκαλούν, που προκαλεί, που προκαλούν