Sprzedawać στα ελληνικά

Μετάφραση: sprzedawać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκποιώ, εμπόριο, πουλώ, επάγγελμα, διαπραγματεύομαι, επιτήδευμα, πωλούν, πωλήσει, πουλήσει, πωλεί, πουλήσουν
Sprzedawać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apteka στα ελληνικά - φαρμακείο, χημικός, φαρμακοποιός, φαρμακείου, φαρμακευτικής, φαρμακευτική, φαρμακείων
  • chwalca στα ελληνικά - θαυμαστής, θαυμαστή, λάτρης, θαυμάστρια, θαυμαστής του
  • douczać στα ελληνικά - άμαξα, προπονώ, προπονητής, πούλμαν, εκπαιδεύσει, εκπαιδεύσετε, εκπαιδεύσουν, ...
  • górnośląski στα ελληνικά - άνω, Άνω, Upper, Ανώτερο, Ανώτερη, Πάνω
Τυχαίες λέξεις
Sprzedawać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκποιώ, εμπόριο, πουλώ, επάγγελμα, διαπραγματεύομαι, επιτήδευμα, πωλούν, πωλήσει, πουλήσει, πωλεί, πουλήσουν