Λέξη: ταξιδιώτης

Σχετικές λέξεις: ταξιδιώτης

ταξιδιώτης της ερήμου, ταξιδιώτης του παντός στιχοι, ταξιδιώτης και φεγγαρόφωτο, ταξιδιώτης συνώνυμα, ταξιδιώτης θεσσαλονίκη, ταξιδιώτης του χρόνου, ταξιδιώτης του χρόνου ο σταλόνε, ταξιδιώτης του ονείρου, ταξιδιώτης της γραφής, ταξιδιώτης του παντός

Συνώνυμα: ταξιδιώτης

ταξιδευτής, περιηγητής

Μεταφράσεις: ταξιδιώτης

ταξιδιώτης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
traveller, traveler, voyager, Traveller, travelers, traveler is

ταξιδιώτης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
viajero, caminante, viajante, viajeros, viajero de, los viajeros, de los viajeros

ταξιδιώτης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reisender, reisende, Reisende, Bewertungen, Reisenden, von Reisenden, Reisenden für

ταξιδιώτης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
passager, voyageur, touriste, voyageurs, Note, des voyageurs, voyageurs en

ταξιδιώτης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
viaggiatore, del viaggiatore, viaggiatore in, del viaggiatore in, dei viaggiatori di

ταξιδιώτης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
viajante, viajantes, viajantes do, viajante de, do Viajante

ταξιδιώτης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reiziger, reizigersbeoordelingen, reizigersfoto, beoordelingen, reizigers

ταξιδιώτης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вояж, турист, путник, путешественник, бегунок, странник, путешественника, путешественником

ταξιδιώτης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
reisende, traveler, reisendes

ταξιδιώτης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
resenär, resande, resenären, resenärerna är, resenärerna

ταξιδιώτης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
matkalainen, matkamies, matkailija, matkaaja, matkustaja, Matkailijoiden antama, matkustajan, matkustava

ταξιδιώτης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rejsende, fra rejsende, rejsendes

ταξιδιώτης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cestující, cestovatel, cestovní, cestovatele, traveler

ταξιδιώτης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ślizgacz, podróżnik, komiwojażer, podróżny, podróżujący, podróżnego, traveller

ταξιδιώτης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
utazó, Traveler, utazói, utas, utazók

ταξιδιώτης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gezgin, seyahatseverlerin, seyahatsever, Seyahat edenlerden

ταξιδιώτης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
комівояжер, мандрівник

ταξιδιώτης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
udhëtar, udhëtari, udhëtar i, udhëtimi, udhëtar të

ταξιδιώτης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пътешественик, пътник, пътешественика, пътнически

ταξιδιώτης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падарожнік, вандроўца, вандроўнік

ταξιδιώτης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reisija, reisijate, reisijale, reisija kohta

ταξιδιώτης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
putnik, putniče, putnika, putniku

ταξιδιώτης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ferðamaður, ferðast, ferðalangur, ferðamaðurinn, ferðamanninum

ταξιδιώτης στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
viator

ταξιδιώτης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
keliautojas, keleivis, keliaujantis

ταξιδιώτης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ceļotājs, ceļotājam, ceļotāju, ceļotāja

ταξιδιώτης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
патникот, патник, патеписец, патнички, патни

ταξιδιώτης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
călător, calator, călătorie, de călătorie, călătorul

ταξιδιώτης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
popotnik, potnik, popotnika, traveler

ταξιδιώτης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cestovateľ, turista, cestovatel
Τυχαίες λέξεις