Twardo στα ελληνικά
Μετάφραση: twardo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυστηρά, δύσκολος, σκληρός, σκληρά, σκληρό, σκληρού, σκληρή
Μεταφράσεις
- analfabetyzm στα ελληνικά - αναλφαβητισμός, αναλφαβητισμού, του αναλφαβητισμού, αναλφαβητισμό, τον αναλφαβητισμό
- chichot στα ελληνικά - νευρικό γέλιο, χαζογελώ, κιχλίζω, giggle, γελάκι
- cukrownia στα ελληνικά - ζάχαρη, εργοστάσιο, εργοστασίου, το εργοστάσιο, εργοστάσιό, εργοστασιακή
- dekatyzować στα ελληνικά - συστέλλω, μπαίνω, συρρικνώνομαι, στον ατμό, ατμό, αχνιστά, ατμού, ...
Τυχαίες λέξεις
Twardo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυστηρά, δύσκολος, σκληρός, σκληρά, σκληρό, σκληρού, σκληρή
Μεταφράσεις: αυστηρά, δύσκολος, σκληρός, σκληρά, σκληρό, σκληρού, σκληρή