Λέξη: εχθρικός
Σχετικές λέξεις: εχθρικός
εχθρικός στα αγγλικα, εχθρικός συνωνυμο
Συνώνυμα: εχθρικός
κακόβουλος, χαιρέκακος, δυσμενής
Μεταφράσεις: εχθρικός
εχθρικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unfriendly, hostile, enemy, inimical, malevolent
εχθρικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hostil, hostiles, hostilidad, enemigo
εχθρικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unholde, unfreundlich, feindlich, feindselig, feindlichen, feindliche
εχθρικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
défavorable, inamical, désagréable, hostile, déplaisant, aigre, maussade, hostiles, hostilité, ennemi, ennemie
εχθρικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scortese, ostile, ostili, nemico, ostilità, nemica
εχθρικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
hostil, hostis, hostilidade, inimigo
εχθρικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vijandig, vijandige, vijandelijke, vijandelijk, vijandig tegenover
εχθρικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неприязненный, недружественный, недружный, неблагоприятный, нетоварищеский, неласковый, недружелюбный, неприветливый, недоброжелательный, враждебный, враждебно, враждебным, враждебной, враждебны
εχθρικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fiendtlig, fiendtlige, fiendtlig innstilt
εχθρικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fientlig, fientliga, fientligt, fientligt inställd, fientligt inställda
εχθρικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyly, epäystävällinen, nurja, vihamielinen, vihamielisiä, vihamielisen, vihamielisten, vihamielisesti
εχθρικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fjendtlig, fjendtligt, fjendtlige, fjendtligt indstillet, fjendtligt indstillet over
εχθρικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nepřátelský, nevlídný, nepříznivý, nepřívětivý, nepřátelské, nepřátelská, nepřátelští, nepřátelsky
εχθρικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieprzyjemny, nieprzyjazny, nieprzychylny, nieżyczliwy, wrogi, wrogie, wrogo, wrogo nastawieni
εχθρικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ellenséges, az ellenséges, ellenségesek, ellenségesen, barátságtalan
εχθρικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düşmanca, düşman, düşmanca bir, saldırgan, düşmanlık
εχθρικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
недружній, недружелюбний, неслушний, ворожий, ворожа, вороже, ворожо
εχθρικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
armiqësor, armiqësore, armiqësorë, armiqësi, armiq
εχθρικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
враждебен, враждебна, враждебно, враждебни, враждебната
εχθρικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
варожы, варожым, адказалі варожым
εχθρικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ebasõbralik, vaenulik, vaenuliku, vaenulikud, vaenulike, vaenulikus
εχθρικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neprijateljski, neprijateljski raspoloženi, neprijateljsko, neprijateljskog, neprijateljska
εχθρικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fjandsamlegt, fjandsamleg, garð, í garð, andsnúinn
εχθρικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priešiškas, priešiška, priešiški, priešišką, priešiškų
εχθρικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
naidīgs, naidīgi, naidīga, naidīgu, naidīgas
εχθρικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непријателска, непријателско, непријателски, непријателската, непријателските
εχθρικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ostil, ostilă, ostile, ostili, ostila
εχθρικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sovražno, sovražna, sovražnega, sovražni, sovražne
εχθρικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nepriateľský
Τυχαίες λέξεις