Urzeczenie στα ελληνικά
Μετάφραση: urzeczenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαγεύω, θέλγω, γοητεύω, σαγήνευση, captivation, αιχμαλωσία, δεσμά, δεσμά σου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- architekt στα ελληνικά - αρχιτέκτων, αρχιτέκτονα, αρχιτέκτονας, του αρχιτέκτονα, τον αρχιτέκτονα
- certować στα ελληνικά - αναστάτωση, φασαρία, ταραχή
- fizjolog στα ελληνικά - φυσιολόγος, φυσιολόγο, physiologist, ο φυσιολόγος, φυσιολόγος της
- grób στα ελληνικά - καίριος, τύμβος, τάφος, τάφο, σοβαρές, σοβαρή, σοβαρό
Τυχαίες λέξεις
Urzeczenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαγεύω, θέλγω, γοητεύω, σαγήνευση, captivation, αιχμαλωσία, δεσμά, δεσμά σου
Μεταφράσεις: μαγεύω, θέλγω, γοητεύω, σαγήνευση, captivation, αιχμαλωσία, δεσμά, δεσμά σου