Λέξη: δάφνη

Σχετικές λέξεις: δάφνη

δάφνη λαμπρόγιαννη hot, δάφνη μαρτίνου, δάφνη λαμπρόγιαννη facebook, δάφνη χρονοπούλου, δάφνη καλαβρύτων, δάφνη μπόκοτα, δάφνη περιστέρι, δάφνη επικοινωνίες, δάφνη λέμπερου, δάφνη λαμπρόγιαννη

Συνώνυμα: δάφνη

κόλπος, υδατοφράκτης, γαύγισμα, δόξα

Μεταφράσεις: δάφνη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
laurel, bayberry, bay, Daphne, Dafni
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
laurel, de laurel, del laurel, laureles, el laurel
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lorbeer, lorbeerbaum, Lorbeer, laurel, Lorbeerbaum
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
laurier, Laurel, lauriers, de laurier, le laurier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alloro, Laurel, di alloro, lauro, d'alloro
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
loureiro, laurel, louro, do louro, de louro
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
laurier, lauwer, lauwerkrans, Laurel, laurierbomen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лавр, лавр благородный, лавры, лавровый, лавра
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
laurbær, Laurel
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
laurel, lagerblad, lagrar, lagern, lager
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laakeri, laakeripuu, laakeripuuksi, laakeriseppeleen, laurel
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
laurbær, Laurel, laurbærkrans, laurbærblade, laurbærolie
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vavřín, bobek, vavřínový, vavřínu, vavřínovým, laurel
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wawrzyn, laur, laurowy, laurowych, laurel
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
babér, Laurel, babérfa, nemes babérfa
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
defne, laurel
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
визначний, поет-лауреат, лауреат, видатний, лавр
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dafinë, Laurel, dafine, dafinë të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лавров, лавър, Лоръл, Laurel, лаврови
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лаўр, Лаўроў, Лаўраў
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
loorberi, loorber, Laurel, loorberkirsipuu, loorberipuu
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lovor, lovor-list, lovorike, Laurel, lovora, Lovorov, Laurel je
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Laurel, taurel, í Laurel
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
laurus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lauras, Laurel, lauro, laurų, lauro lapai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lauru koks, Laurel, lauru, Lorela, Laurela
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ловоров, LAUREL, ловор, ловоров лист, Лавров
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
laur, dafin, Laurel, lauri, de laur
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bobek, lovor, lovorov, laurel, lovorovih, volčin
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vavrín, veniec, Laurel

Στατιστικά δημοτικότητας: δάφνη

Τυχαίες λέξεις