Ustalać στα ελληνικά
Μετάφραση: ustalać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβάλλω, διαπιστώνω, προσδιορίζω, κανονίζω, αναθέτω, αποφασίζω, φτιάχνω, διορίζω, ρυθμίζω, καθορίζω, προσαρμόζω, υπολογίζω, κράτος, κρατίδιο, καθιερώνω, σταθερός, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- asteryzm στα ελληνικά - Αστερισμός, asterism
- dojazd στα ελληνικά - προσεγγίζω, πρόσβαση, πλησιάζω, προσέγγιση, προσπέλαση, μέθοδος, πρόσβασης, ...
- gruchot στα ελληνικά - παλιοσακαρακά
- impedancja στα ελληνικά - αντίσταση, σύνθετη αντίσταση, σύνθετης αντίστασης, εμπέδηση, αντίστασης
Τυχαίες λέξεις
Ustalać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβάλλω, διαπιστώνω, προσδιορίζω, κανονίζω, αναθέτω, αποφασίζω, φτιάχνω, διορίζω, ρυθμίζω, καθορίζω, προσαρμόζω, υπολογίζω, κράτος, κρατίδιο, καθιερώνω, σταθερός, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη
Μεταφράσεις: επιβάλλω, διαπιστώνω, προσδιορίζω, κανονίζω, αναθέτω, αποφασίζω, φτιάχνω, διορίζω, ρυθμίζω, καθορίζω, προσαρμόζω, υπολογίζω, κράτος, κρατίδιο, καθιερώνω, σταθερός, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη