Uwłaczać στα ελληνικά

Μετάφραση: uwłaczać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λοιδορώ, οργή, προπηλακίζω, προσβολή, προσβάλλω, προσβάλλει, προσβολή για, πλήγμα, προσβάλλουν
Uwłaczać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dumny στα ελληνικά - περήφανος, ψηλός, καμαρωτός, υπερήφανος, υπερήφανοι, περήφανοι, υπερήφανοι για
  • geotermiczny στα ελληνικά - Γεωθερμία, Γεωθερμική, Γεωθερμικές, Γεωθερμικό, Η γεωθερμική
  • homoseksualista στα ελληνικά - αλλόκοτος, ομοφυλόφιλος, αδερφή, εύθυμος, αδελφή, τσιγάρο, φαιδρός, ...
  • inwentaryzator στα ελληνικά - ταξινομών, καταλέγων, καταλογογράφο
Τυχαίες λέξεις
Uwłaczać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λοιδορώ, οργή, προπηλακίζω, προσβολή, προσβάλλω, προσβάλλει, προσβολή για, πλήγμα, προσβάλλουν