Wedrzeć στα ελληνικά

Μετάφραση: wedrzeć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
Wedrzeć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doniosłość στα ελληνικά - σημασία, σπουδαιότητα, σημασίας, σημαντικό, σημασία που
  • dwudzielność στα ελληνικά - διχοτόμηση, διχοτομία, διχοτόμησης, διχοτομίας, η διχοτομία
  • finezja στα ελληνικά - φινέτσα, λεπτότητα, λεπτότητας, καθαρότητας, λεπτότητος, τη λεπτότητα
  • intratność στα ελληνικά - απολαβή
Τυχαίες λέξεις
Wedrzeć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν