Λέξη: ασύμπτωτο

Μεταφράσεις: ασύμπτωτο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
asymptote, asymptotic, asymptote of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asíntota, asymptote, la asíntota, asıntota, asíntota de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
asymptote, annäherungslinie, Asymptote, Asymptoten
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
asymptote, l'asymptote, afymptote, asymptotique
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
asintoto, all'asintoto, asymptote, asintote, l'asintoto
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assimptota, assíntota, asymptote, assintota, assímptota
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
asymptoot, asymptote, asymptoot is
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
асимптота, асимптотой, асимптотика, асимптоту, асимптоты
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
asymptote, asymptoten, en asymptote
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
asymptot, asymptoten, asymptote
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asymptootti, asymptootin, asymptoottina, kuvaajan asymptoottina
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
asymptote
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
asymptota, asymptote, asymptotu, asymptoty, asymptotou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
asymptota, asymptote, asymptotę, asymptotą, asymptoty
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
asymptote, aszimptóta, aszimptota, aszimptotával, aszimptotáját
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
asimptot, Asymptote, Asimtot, asimptotu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
асимптота, Асимптоти
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
asymptote
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
асимптота
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асимптота
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asümptoot, asymptote, asümptoodide, asümptootiliselt
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
asimptota
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
asymptote
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Asimptotė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
asymptote
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
асимптота
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
asimptotă, asimptota
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
asimptota
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
asymptote
Τυχαίες λέξεις