Wsiąkliwy στα ελληνικά
Μετάφραση: wsiąkliwy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απορροφητικός, απορροφητική, απορρόφησης, απορροφητικών, απορροφητικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dobroć στα ελληνικά - προσόν, αρετή, φρονιμάδα, προτέρημα, καλοσύνη, την καλοσύνη, καλοσύνης, ...
- dżyn στα ελληνικά - κλαγγή, κουδούνισμα, clang, θόρυβος που έμοιαζε, αντηχώ
- generalizować στα ελληνικά - γενικεύσουμε, γενικεύουμε, γενικεύσει, γενίκευση, γενικεύσουν
- hebel στα ελληνικά - πλάνη, επίπεδο, στάθμη, ροκάνι, αεροπλάνο, επιπέδου, επίπεδο που, ...
Τυχαίες λέξεις
Wsiąkliwy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απορροφητικός, απορροφητική, απορρόφησης, απορροφητικών, απορροφητικές
Μεταφράσεις: απορροφητικός, απορροφητική, απορρόφησης, απορροφητικών, απορροφητικές