Λέξη: ξεφλουδίζω

Σχετικές λέξεις: ξεφλουδίζω

ξεφλουδίζω στο προσωπο, ξεφλουδίζω απο τον ηλιο τι να κανω, ξεφλουδίζω απο τον ηλιο

Συνώνυμα: ξεφλουδίζω

περικόπτω, εκδέρω, γδέρνω, απολεπίδουμαι, απολεπίδω, εκλεπίζω, βομβαρδίζω

Μεταφράσεις: ξεφλουδίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
peel, shuck, pare, shell, pod
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corteza, descascarar, hollejo, mondar, pelar, vaina, cáscara, Shuck, forro, de Shuck
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schälen, schale, Hülse, Shuck, Shucks
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pelure, pelons, écorce, peau, pelage, épluchure, pelez, coque, écosser, peler, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pelare, sbucciare, mondare, scorza, buccia, guscio, shuck, conchiglia, mistificazione, baccello
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
suporte, casca, shuck, palha, Vagem, casca se
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afpellen, jassen, schillen, doppen, kaf, schil, shuck, het kaf
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скорлупа, почистить, ободрать, облупливать, шкурка, вышелушивать, очищать, шелушить, чистить, кожица, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skall, skolmen, shuck, på Shuck
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skala, skal, shuck
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuori, kuoria, liuskoilla, kesiä, nylkeä, palko, shuck
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bark, Shuck
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slupka, odkorňovat, oloupat, okrájet, kůra, loupat, skořápka, Shuck
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obierać, łuskać, skóra, skórka, łupina, korować, obłupywać, łuszczyć, łuska, Shuck
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felhám, péklapát, hüvelyez, hüvely, Shuck
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
soymak, kabuk, zarf, Shuck, koçandan ayırmak, kabuğunu soymak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лупитися, шкаралупа, сходити, шкірочку, лушпайку, лушпиння, лушпайка, шелуха
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
cipë, lëvozhgë, bishtajë, zhvoshk
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
беля, не обръщам внимание на, шушулка, люспа, черупка
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шалупіна, шалупінне, лухта, шелухе, шелуха
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koorima, koor, Koor, PALKO
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kora, ljuska, oljuštiti, skinuti, komina, ljuštiti, komiti, mahuna
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
shuck
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cortex
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aižyti, ankštis, išaiža, kevalas, geldutė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
čaumala, lobīt, pāksts
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
черупка
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cura, păstaie, Shuck
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
olupiti, shuck
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kura, škrupina, škrupinka, šupka
Τυχαίες λέξεις