Wskazywać στα ελληνικά

Μετάφραση: wskazywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιχμή, επισημαίνω, δείχνω, παράσταση, εμφαίνω, στίγμα, εμπλέκω, υποδεικνύουν, δείχνουν, υποδηλώνουν, αναφέρει, αναφέρουν
Wskazywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • blamaż στα ελληνικά - δυσμένεια, ντροπή, όνειδος, αίσχος, ατίμωση
  • błąkać στα ελληνικά - περιφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανιέμαι, αδέσποτος, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, ...
  • dżojstik στα ελληνικά - χειριστήριο, joystick, joystick για, μοχλό, χειριστηρίου
  • irracjonalizm στα ελληνικά - ανορθολογισμού, ανορθολογισμό, ανορθολογισμός, τον ανορθολογισμό, του ανορθολογισμού
Τυχαίες λέξεις
Wskazywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιχμή, επισημαίνω, δείχνω, παράσταση, εμφαίνω, στίγμα, εμπλέκω, υποδεικνύουν, δείχνουν, υποδηλώνουν, αναφέρει, αναφέρουν