Λέξη: απαγωγέας
Σχετικές λέξεις: απαγωγέας
απαγωγέασ υπέρτασησ
Συνώνυμα: απαγωγέας
απαγωγός, απαγωγεύς, απαγωγός μυς, απαγωγεύς μυς
Μεταφράσεις: απαγωγέας
απαγωγέας στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
kidnapper, abductor, extractor, sink, abducting
απαγωγέας στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
raptor, secuestrador, abductor, sustractor, abductora
απαγωγέας στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entführer, Entführer, abductor, M. abductor, Entführers, Abduktor
απαγωγέας στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ravisseur, kidnappeur, abducteur, abducteurs, abductor
απαγωγέας στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rapitore, abduttore, abductor, abduttori, degli adduttori
απαγωγέας στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abdutor, raptor, seqüestrador, sequestrador, abdutora
απαγωγέας στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontvoerder, abductor, de ontvoerder, ontvoerende, afvoerder
απαγωγέας στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
похититель, вор, похитителя, похитителем, абдуктор, отводящей
απαγωγέας στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bortfører, kidnapper, kidnapperen, abductor, abduktor
απαγωγέας στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kidnappare, abductor, som fört bort, fört bort, abduktor
απαγωγέας στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
naisenryöstäjä, loitontajalihas, abductor, kaappaaja, kaappaajan
απαγωγέας στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bortføreren, bortfører, abductor, at bortføreren, abduktor
απαγωγέας στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
únosce, abductor
απαγωγέας στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
porywacz, abductor, porywacza, odwodzicieli, mięsień odwodzący
απαγωγέας στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
emberrabló, abductor, lányrabló
απαγωγέας στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaçıran kimse, abdüktör, abdüktor, abduktor, abductor
απαγωγέας στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викрадати, викрасти, красти, викрадач, викрадача, украв
απαγωγέας στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrëmbyes
απαγωγέας στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
похитител, похитителя, похитителят, абдуктор, мускул отвеждач
απαγωγέας στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выкрадальнік
απαγωγέας στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
inimröövija, röövija, Loitontajalihas, Naise ryöstäjä
απαγωγέας στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kidnapirati, otmičar, abduktornu, odmicač
απαγωγέας στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
abductor
απαγωγέας στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagrobėjas, abduktorius, Abduktors, Žmonių laupītājs, Aizvilinātājs
απαγωγέας στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
abduktors, aizvilinātājs, nolaupītājs, cilvēku laupītājs
απαγωγέας στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
грабнувачот, киднапер, абдуктор
απαγωγέας στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
hoț, abductor, răpitorul, răpitorului, răpitor
απαγωγέας στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Odmicač, Otmičar
απαγωγέας στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
únosca, únoscu, únoscov
Τυχαίες λέξεις