Wszelki στα ελληνικά

Μετάφραση: wszelki, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάθε, όλες, όλα, όλος, όλοι, όλων, όλους
Wszelki στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezceremonialnie στα ελληνικά - ανεπίσημα, αφελώς, τον αφελώς, σιωπηλά
  • cnotliwość στα ελληνικά - αρετή, προτέρημα, φρονιμάδα, προσόν, αγνότητα, αγνότητας, την αγνότητα, ...
  • dokręcać στα ελληνικά - σφίγγω, σφίξτε, σφίξετε, σφίγγετε, βιδώστε, ενισχύσει
  • gromadzić στα ελληνικά - συναρμολογώ, ανάχωμα, προστίθεμαι, μαζικός, αποθησαυρίζω, κομπόδεμα, πύλη, ...
Τυχαίες λέξεις
Wszelki στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάθε, όλες, όλα, όλος, όλοι, όλων, όλους