Wyłuskiwać στα ελληνικά

Μετάφραση: wyłuskiwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλυτρο, κέλυφος
Wyłuskiwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • audiogram στα ελληνικά - ακουόγραμμα, ακοόγραμμα, ακοογράμματος, τονικό ακουόγραμμα, ακουογράμματος
  • branżowy στα ελληνικά - επαγγελματίας, επαγγελματικός, επιχείρηση, Επαγγελματικές, Business, Επιχειρήσεων, Επαγγελματικός
  • ciągarka στα ελληνικά - σύρων, εξολκέα, εξολκέας, έλξεως, puller
  • flisactwo στα ελληνικά - ράφτινγκ, rafting, το ράφτινγκ
Τυχαίες λέξεις
Wyłuskiwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλυτρο, κέλυφος