Λέξη: διαλανθάνω
Μεταφράσεις: διαλανθάνω
διαλανθάνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elude, stranded, slip through the net, lose sight, to lose sight
διαλανθάνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
eludir, esquivar, escaparse, varado, cadena, hebra, de cadena, trenzado
διαλανθάνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entwischen, entkommen, meiden, ausweichen, gestrandet, gestrandeten, gestrandete, stranded, schwemmt
διαλανθάνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éludent, éluder, esquiver, éviter, éludons, éludez, fuir, échapper, échoué, coincé, brin, brins, échoués
διαλανθάνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
schivare, stranded, incagliato, filamento, trefoli, arenato
διαλανθάνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
elucidar, aclarar, encalhado, cadeia, cadeia simples, de cadeia, stranded
διαλανθάνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontwijken, gestrand, gestrande, strandde, stranded, strandden
διαλανθάνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уклоняться, избегнуть, ускользать, избежать, в затруднительном положении, скрученный, мель, на мель, многожильный
διαλανθάνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
strandet, trådet, kjedet, rådet, flertrådet
διαλανθάνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
strängat, stranded, strandsatta, trängade, rådig
διαλανθάνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väistää, välttää, pulaan, kerrattu, monisäikeinen, stranded, hukkakustannusten
διαλανθάνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
strandede, strandet, strenget, strengede, snoet
διαλανθάνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uniknout, uhnout, obejít, unikat, pletl, lankový, lanko, uvízli, uvízl
διαλανθάνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
unikać, zwodzić, umykać, wymijać, uciekać, na mieliźnie, opuszczony, linka, osieroconych, stranded
διαλανθάνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megfeneklett, szálú, átállási, sodrott, rekedt
διαλανθάνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
telli, mahsur, sarmallı, iplikli, çok telli
διαλανθάνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
уникніть, ухилятися, вислизати, уникнути, уникати, в, у, до, на
διαλανθάνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i ngecur në cekëtinë, bllokuar, mbytur, të bllokuar, e bllokuar
διαλανθάνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заседнал, верижна, блокирани, верижен, верижни
διαλανθάνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ў цяжкім становішчы
διαλανθάνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kitsikuses, luhtunud, keerutatud, jäetud, sunnitud
διαλανθάνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izvrdati, izbjeći, nasukan, nasučem, nasukao, nasukani, uzvojnice
διαλανθάνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
strandaði, strandað, strandaglópar, þráða, einþátta
διαλανθάνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Suvyta, užsilikusius, dideles, per dideles, įstrigčiau
διαλανθάνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
balasta, iesprostoti, stranded, vijumi, iestrēguši
διαλανθάνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заглавувам, цедило, верижен, заглавени, заробени
διαλανθάνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
naufragiat, catenar, blocați, irecuperabile, catenară
διαλανθάνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
unikat, obtičali, nasedli, nasedle, nasedlih, povite
διαλανθάνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plietol
Τυχαίες λέξεις