Wykonywanie στα ελληνικά

Μετάφραση: wykonywanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτέλεση, άσκηση, εφαρμογή, επιβολή, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
Wykonywanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chirurgiczny στα ελληνικά - χειρουργικός, χειρουργική, χειρουργικές, χειρουργικών, χειρουργικής
  • dziedziniec στα ελληνικά - προαύλιο, δικαστήριο, ερωτοτροπώ, αυλή, νεκροταφείο, αυλής, στην αυλή
  • inkrustować στα ελληνικά - κρούστα
Τυχαίες λέξεις
Wykonywanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτέλεση, άσκηση, εφαρμογή, επιβολή, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία