Λέξη: εξάγω
Σχετικές λέξεις: εξάγω
εξάγω συνόνυμα, εξάγω κλίση, εξάγω συμπέρασμα, εξάγω εξάγεισ εξάγει, εισάγω συνώνυμο, εξάγω στα αγγλικά, εξάγω ή εξαγάγω, ρήμα εξάγω, εξάγω βικιλεξικο, εξάγω ορισμός
Συνώνυμα: εξάγω
συμπεραίνω, συνάγω, παράγω, παίρνω, βρίσκω, αντλώ, εκμαιεύω, αποσπώ, εκλέγω, εξέρχομαι, βγαίνω, μαθεύομαι, ξεφεύγω
Μεταφράσεις: εξάγω
εξάγω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
export, educe, extract, derive, deduce
εξάγω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
exportar, exportación, educir, educe, educir la
εξάγω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
exportieren, export, ausführen, ausfuhr, educe, entlocken
εξάγω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
exportent, réaliser, exportons, exportez, exportation, exporter, dégager, educe, faire sortir
εξάγω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esportare, esportazione, estrarre, educe
εξάγω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
explosão, exportação, exportar, inferir, deduzir, induzir, educe, eduzir
εξάγω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitvoeren, export, exporteren, uitvoer, te voorschijn brengen, voorschijn brengen, educe
εξάγω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
экспортировать, вывозить, вывозка, экспорт, вызов, вывезти, вывоз, выделять, выявлять, развиваются, развиться
εξάγω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eksportere, utførsel, eksport, educe, utlede
εξάγω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
export, exportera, utförsel, HÄRLEDA, DRA UT, FÅ FRAM
εξάγω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viedä, maastavienti, vienti, educe
εξάγω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eksport, eksportere, educe
εξάγω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vývoz, vyvážet, exportovat, vyvážení, vyvézt, vyvinout
εξάγω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wywóz, eksport, wywieźć, wyeksportować, wywozić, wysyłanie, eksportować, wydobyć, wyprowadzać wniosek, spowodować czyny
εξάγω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kivon, kifejleszt
εξάγω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ihracat, sonuç çıkarmak, educe, seviyesini düşürmek
εξάγω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
експортний, вивозити, вивезти, експортувати, виділяти, виділятиме, виокремлювати, виділятимуть
εξάγω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
eksporti, nxjerr, dedukoj, bëj përfundim
εξάγω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
износ, отделям, извличам, заключавам
εξάγω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выдзяляць, вылучаць, выдаткоўваць
εξάγω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eksportima, eksport, tootma
εξάγω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izvozna, izvesti, izvoza, izvoz, eksportirati, izazvati
εξάγω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
útflutningur, educe
εξάγω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
eksportuoti, eksportas, išvesti, atskleisti, vietą skaičiaus mažinimas daugiau, vietą skaičiaus mažinimas, išskirti
εξάγω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izdalīt, secināt
εξάγω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
educe
εξάγω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
export, degaja, deduce
εξάγω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Razvijati
εξάγω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vývozní, export, vývoz, vyvinúť, vynaložiť, vytvoriť, vypracovať, vyvíjať