Wylądować στα ελληνικά
Μετάφραση: wylądować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσγειώνομαι, προσγειώνω, έδαφος, γη, γης, της γης, γαιών, εκτάσεις
Μεταφράσεις
- amatorski στα ελληνικά - ερασιτεχνικός, ερωτικός, ερασιτεχνικού, ερασιτεχνική, ερασιτεχνικό, ερασιτεχνικά
- bezradnie στα ελληνικά - αβοήθητος, αδύναμα, ανήμπορος, ανήμποροι, αβοήθητοι
- bibuła στα ελληνικά - φίλτρο, διηθώ, κρησαρίζω, χαρτί, χαρτιού, έγγραφο, το χαρτί, ...
- centralnie στα ελληνικά - κεντρικά, κεντρική, σε κεντρικό, κεντρικό, σε κεντρική
Τυχαίες λέξεις
Wylądować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσγειώνομαι, προσγειώνω, έδαφος, γη, γης, της γης, γαιών, εκτάσεις
Μεταφράσεις: προσγειώνομαι, προσγειώνω, έδαφος, γη, γης, της γης, γαιών, εκτάσεις